Ηταν νωρίς την άνοιξη του 2008, όταν ο Βαγγέλης Πισσίας μου ζήτησε να συναντηθούμε και μου μίλησε για ένα πρότζεκτ πάνω στο οποίο μια ομάδα Αμερικανών, κυρίως, διεθνιστών εργαζόταν εδώ και πάνω από ένα χρόνο. Το πρότζεκτ στηριζόταν σε μια απλή ιδέα: να σπάσουμε τον αποκλεισμό της Γάζας από τη θάλασσα, αφού από τη στεριά ήταν αδύνατο να προσεγγίσει κανείς, λόγω Ισραήλ και Αιγύπτου. Εκείνο που ζητούσαν από εμάς ήταν επιχειρησιακή υποστήριξη. Να ετοιμάσουμε ένα σκάφος που να μπορέσει να φτάσει στη Γάζα. Να το ετοιμάσουμε έτσι που να μην το πάρουν είδηση οι Σιωνιστές. Διότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, διάφορες προσπάθειες αποτύγχαναν, αφού οι Σιωνιστές έφταναν στα υποψήφια για αγορά σκάφη πριν τους φίλους μας και ακύρωναν την αγορά. Από την άλλη, ακόμη και αν αγοραζόταν ένα σκάφος, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να βρεθεί μια μέρα βυθισμένο.
Επρεπε δηλαδή μια καθ’ όλα νόμιμη ενέργεια -γιατί δεν υπάρχει τίποτα το παράνομο το να πλεύσει κανείς στη Γάζα- έπρεπε να γίνει κρυφά, λες και πρόκειται για παράνομη δράση.
Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ καθόλου. Δήλωσα αμέσως τη διαθεσιμότητά μου για κάθε βοήθεια. Το Παλαιστινιακό (the Palestinian cause) είναι ένα κομμάτι της συνείδησής μας. Μεγαλώσαμε με το Παλαιστινιακό. Θεωρούσαμε πάντοτε την Παλαιστινιακή Επανάσταση δική μας υπόθεση. Γνωριστήκαμε με Παλαιστίνιους φίλους και συντρόφους στα φοιτητικά μας χρόνια, τους βοηθήσαμε σε νόμιμες και παράνομες δραστηριότητες. Επομένως, το «όχι» δεν έχει καμιά θέση, όταν πρόκειται για βοήθεια στον αδελφό παλαιστινιακό λαό, που εδώ και έξι δεκαετίες κρατά ψηλά τη σημαία του αγώνα για τη λευτεριά και αποτελεί ένα φωτεινό φάρο για όλη την προοδευτική ανθρωπότητα.
Ο Βαγγέλης ανέλαβε να συντονίσει όλο το επιχειρησιακό σκέλος του πρότζεκτ. Οι φίλοι μας του FGM στο εξωτερικό είχαν ήδη κάνει μια εξαιρετική δουλειά στο πεδίο της πολιτικής και οικονομικής στήριξης του εγχειρήματος. Είχε ήδη δημιουργηθεί μια διεθνής ομάδα με βάσεις σε 17 χώρες. «Τρανταχτές» υπογραφές είχαν συγκεντρωθεί κάτω από ένα κείμενο στήριξης του εγχειρήματος. Είχαν βρεθεί οι απαραίτητοι πόροι, αν και όχι στο μέγεθος που απαιτούνταν. Αυτό όμως ήταν το τελευταίο που μας απασχολούσε. Εχουμε μάθει να επικεντρωνόμαστε στο κύριο κάθε φορά, βάζοντας τα δευτερεύοντα στο πλάι με τη σιγουριά ότι θα τα αντιμετωπίσουμε στην ώρα τους. Και το κύριο εδώ ήταν ότι θα πρέπει να ετοιμάσουμε ένα σκάφος ικανό να μεταφέρει την πολυεθνική αποστολή μας στη Γάζα.
Οπως ήδη σημείωσα, η αποστολή είχε μια εγγενή δυσκολία. Επρεπε να γίνει στα κρυφά. Να μη διαρρεύσει τίποτα. Αν βγαίναμε στην πιάτσα και λέγαμε ότι θέλουμε ν’ αγοράσουμε ένα σκάφος για να σπάσουμε τον αποκλεισμό της Γάζας, θα βρίσκαμε πολλά. Οι Ελληνες, ανεξάρτητα πολιτικής ένταξης, αισθάνονται πολύ κοντά στους Παλαιστίνιους. Ομως, στο τέλος θα είχαμε μάλλον ένα βυθισμένο σκάφος. Επρεπε να κινηθούμε προσεκτικά, σε ένα στενό κύκλο ανθρώπων, που δεν θα έκαναν πολλές ερωτήσεις.
Σύντομα ο Βαγγέλης βρήκε το «Δημήτρης Κ.», ένα παλιό αλλά καλό «καραβόσκαρο», που με τις κατάλληλες επισκευές και μετασκευές θα μπορούσε να μεταφέρει γύρω στα 25 άτομα. Χτίστηκε αμέσως ένα δίκτυο υποστήριξης που εξασφάλιζε απόλυτη μυστικότητα. Ανθρωποι γνωστοί, όπως ο Βαγγέλης και εγώ δεν έπρεπε να φανούν πολύ. Αλλωστε, το σκάφος βρέθηκε και άρχισε να επισκευάζεται σε μια περιοχή όπου ο Βαγγέλης έκανε ερευνητικό έργο και ήταν γνωστός σε πολύ κόσμο. Οι πιο περίεργοι, οι πιο κουτσομπόληδες θα έπαιρναν την απάντηση ότι «ο κύριος καθηγητής φτιάχνει ένα σκάφος για να πηγαίνει διακοπές με τους φίλους του». Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο σε μια ναυτική χώρα όπως η Ελλάδα, με χιλιάδες μικρά ή μεγάλα ιδιωτικά σκάφη.
Το δίκτυο των ανθρώπων εργαζόταν με τις μεθόδους της παρανομίας που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας (1967-74). Εμπειρία υπήρχε, όπως υπήρχε και ένα θετικό κοινωνικό κλίμα: οι άνθρωποι έχουν μάθει να μη ρωτάνε πολλά, όταν βλέπουν ότι δεν έχεις διάθεση να τους απαντήσεις. Και αυτοί που μπλέκονται σ’ ένα παράνομο πρότζεκτ ξέρουν πως δεν πρέπει να είναι περίεργοι, δεν πρέπει να γνωρίζουν περισσότερα απ’ αυτά που πρέπει να γνωρίζουν, ότι πρέπει να προστατεύσουν την αποστολή και για να γίνει αυτό απαιτείται: μυστικότητα-αποκέντρωση-δικτύωση.
Οταν είχαν προχωρήσει αρκετά οι εργασίες στο «Δημήτρης Κ.», οι φίλοι μας από το εξωτερικό ειδοποίησαν ότι οι συμμετοχές έχουν αυξηθεί και πρέπει να βρεθεί και ένα ακόμη σκάφος. Ο χρόνος ήταν πλέον ασφυκτικά μικρός. Δεν είναι εύκολο να βρεις σκάφος στα τέλη της άνοιξης, ούτε συνεργεία να το μετασκευάσουν, καθώς όλοι πνίγονται στη δουλειά ενόψει της νέας τουριστικής σεζόν. Ούτε ήταν δυνατό να αναζητηθεί σκάφος στην ίδια περιοχή με το «Δημήτρης Κ.», διότι θα κινούσε αμέσως τις υποψίες. Επρεπε να μεταφερθούμε αλλού και μάλιστα σε περιοχή όπου ο Βαγγέλης ήταν επίσης γνωστός στους ντόπιους, λόγω της ερευνητικής-πανεπιστημιακής του δραστηριότητας.
Μετά από λίγες μέρες βρέθηκε ένα θαυμάσιο «τρεχαντίρι», ένα παραδοσιακό ξύλινο ψαροκάικο φτιαγμένο από Ευβοιώτες ναυπηγούς. Το σκάφος ήταν στη θάλασσα, αλλά ήταν παρατημένο για τέσσερα χρόνια. Ο πρώτος έλεγχος έδειξε σαπίσματα στον ξύλινο σκελετό. Το σκάφος έπρεπε να βγει σε καρνάγιο για να επισκευαστεί. Ο μαστρο-Θοδωρής λειτουργεί ακόμη ένα από τα λίγα παραδοσιακά ναυπηγεία για ξύλινα σκάφη στην Ελλάδα. Το «Αγιος Νικόλαος» το ήξερε καλά. Το είχε ναυπηγήσει ο πατέρας του κι ο ίδιος είχε κάνει σ’ αυτό τη μαθητεία του ως καραβομαραγκός. Το καμάρωνε καθώς το τραβούσε στη στεριά. «Του χρόνου θα σου το έχω έτοιμο», είπε στον Βαγγέλη! Ηταν η λογική απάντηση ενός τεχνίτη που πνιγόταν στη δουλειά και έψαχνε να βρει μερικές μέρες ξεκούρασης τον Αύγουστο. Ομως στην επιχείρηση του FGM δεν χωρούσε η λογική. Επρεπε να διεκπεραιωθεί το πιο τρελό εγχείρημα και μάλιστα χωρίς να πούμε στους ανθρώπους για ποια αποστολή προορίζονταν τα σκάφη. «Ποιο χρόνου, σ’ ένα μήνα το θέλω έτοιμο», απάντησε χαμογελαστός ο Βαγγέλης. Οι άνθρωποι δεν είπαν τίποτα, όμως είναι σίγουρο πως από μέσα τους θα βλαστημούσαν τον «κύριο καθηγητή» και τα «καπρίτσια» του.
Αργότερα, όταν το καΐκι πραγματοποίησε την αποστολή του, ο μαστρο-Θοδωρής περιέγραψε ως εξής την εμπειρία του. «Ημουν μισοξαπλωμένος στον καναπέ και έβλεπα τηλεόραση. Ελεγε για κάποια σκάφη που έσπασαν τον αποκλεισμό της Γάζας. Ξαφνικά, βλέπω τον «Αη-Νικόλα». Κλείνω τα μάτια μου, τα ξανανοίγω. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Φωνάζω τη γυναίκα μου: το δικό μας το καΐκι δεν είν’ αυτό; Τι διάολο, στραβώθηκα και δε βλέπω καλά; Ηταν το δικό μας το καΐκι. Αν μου το λέγατε, ρε παιδιά, θα δούλευα ακόμη περισσότερο, θα σας το είχα έτοιμο πιο πριν. Αμα είναι για τους Παλαιστίνιους να δουλέψουμε και νύχτα»!
Οι άνθρωποι δούλεψαν σαν σκυλιά. Ακόμη και τη νύχτα. Υπήρχαν, όμως, και κάποιοι που έχουν μάθει σε άλλους ρυθμούς, αργούς, ράθυμους, με τεράστια διαλείμματα για μπίρα και κουβεντολόι στον καφενέ. Ηταν στιγμές που ο Βαγγέλης έφτασε στα πρόθυρα του εμφράγματος. Πώς να τους εξηγήσεις όμως πως πρέπει να κάνουν πιο γρήγορα; Οταν όλοι ξέρουν πως το σκάφος το θέλει ο «κύριος καθηγητής» για να κάνει κρουαζιέρα με κάποιους φίλους του από το εξωτερικό, δεν έχουν λόγο να δουλέψουν και τη νύχτα. Το έκαναν, όμως, λες και υποψιάζονταν αδιόρατα ότι για κάτι σημαντικό θέλει το σκάφος ο Βαγγέλης, αλλά δεν τους το λέει.
Οι εργασίες προχωρούσαν, όμως οι προθεσμίες πλησίαζαν και βλέπαμε ότι δεν τις προλαβαίνουμε. Οπότε, ο Βαγγέλης αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον «από μηχανής θεό», όπως στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Ο «από μηχανής θεός» ήταν ο Μάρκος, ένα δίμετρο παλικάρι, μισός έλληνας μισός νορβηγός. Φυσικός, με σπουδές στις ΗΠΑ και τη Νορβηγία, δύτης, άνθρωπος της θάλασσας, καπετάνιος, ηλεκτρονικός, εφευρέτης. Ενας απίθανος συνδυασμός ικανοτήτων και γνώσεων. Ο Βαγγέλης αποφάσισε να τον βάλει στο εγχείρημα κι αυτός το μόνο που είπε ήταν: Γιατί δεν μου το είπατε πιο πριν, να μην έχω κανονίσει τίποτα τον Αύγουστο και να σας πάω εγώ στη Γάζα ως καπετάνιος;».
Ο Μάρκος στρώθηκε στη δουλειά. Αρχισε να συντονίζει τα συνεργεία και να εργάζεται ο ίδιος. Ταυτόχρονα αποφασίσαμε να εμφανιστώ και εγώ στην Ερέτρια, για να βοηθήσω. Ηδη βρισκόταν εκεί και εργαζόταν, ενώ ταυτόχρονα φύλαγαν το σκάφος, μια σειρά φίλοι, Ελληνες και αλλοδαποί, όλοι φίλοι του FGM. Εγώ έγινα ο μεταφορέας υλικού. Ο Μάρκος μου έδινε τη λίστα και κάθε πρωί αγόραζα τα υλικά από τα μαγαζιά του Πειραιά και τα μετέφερα στην Ερέτρια, πότε με το προσωπικό μου αυτοκίνητο και πότε με το φορτηγάκι ενός συντρόφου. Ηταν μια κατάσταση τρελοκομείου. Με φαντάζεστε εμένα, ένα δημοσιογράφο με μούσι και πίπα, να αγοράζω υλικά από μαγαζιά για σκάφη, χωρίς να έχω ιδέα από σκάφη και υλικά; Οι άνθρωποι στα μαγαζιά το καταλάβαιναν αμέσως, οπότε χρειάστηκε να φτιάξω το δικό μου παραμύθι: εμφανιζόμουν ως συγγραφέας, που θα ακολουθήσει μια ερευνητική αποστολή του Ινστιτούτου Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών, για να γράψω ένα βιβλίο και στο μεταξύ τους βοηθούσα να ετοιμάσουν το σκάφος τους! Στα μαγαζιά της Ερέτριας εμφανιζόμουν ως καθηγητής του Πολυτεχνείου, συνεργάτης στις έρευνες με τον “κύριο καθηγητή” που ήδη τον γνώριζαν από τις έρευνες που πραγματοποιούσε στην περιοχή τους.
Μπορούσα να βοηθήσω και τεχνικά στο πλοίο, όμως προτίμησα το “δρόμο”. Θα σας εξομολογηθώ γιατί. Προτιμούσα να μην είμαι συνέχεια στο πλοίο, να μην κοιμάμαι εκεί, αλλά να γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι μου στην Αθήνα, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά και να μην προλάβουμε να είμαστε έτοιμοι στον κατάλληλο χρόνο. Κάθε μεσημέρι έφτανα στην Ερέτρια με ένα φορτωμένο αυτοκίνητο και με την ελπίδα ότι θα δω το σκάφος στο νερό κι όσο το έβλεπα ακόμη στο καρνάγιο τόσο ένιωθα ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Ωσπου ένα βράδυ μας πληροφόρησαν ότι “αύριο το ρίχνουμε οπωσδήποτε στη θάλασσα”. Την άλλη μέρα έφτασα νωρίς το απόγευμα, κουβαλώντας την Κόρτνεϊ και τον ντόκτορ Μπιλ με τη βεβαιότητα ότι θα βρω το καΐκι στη θάλασσα. Κόντεψα να μείνω ξερός όταν το είδα ακόμα στο καρνάγιο. Είδα το Νίκο το Μπόλο, τον καπετάνιο μας, να κολυμπά μαζί με την OJ. Του είπα θυμωμένος στα ελληνικά: «Καλά το καΐκι είναι ακόμα στο καρνάγιο και συ κάνεις μπάνιο;». Το ύφος μου πρέπει να ήταν απαράδεκτο, αλλά ο Νίκος μου εξήγησε ήρεμα ότι η ζέστη έλιωνε το γράσο στους ξύλινους οδηγούς και γι’ αυτό απέτυχαν το μεσημέρι. Ετσι αποφάσισαν να το ρίξουν στη θάλασσα στις 6 το απόγευμα που θα είχε πέσει η θερμοκρασία. Πράγματι στις 6 έφτασαν ο μαστρο-Θοδωρής με τους βοηθούς του και άρχισαν τις προετοιμασίες «με τον ελληνικό τρόπο». Δυνατές φωνές και βρισιές. Μας ζήτησαν ν’ ανεβούμε όλοι στο σκάφος για να το ρίξουν στη θάλασσα. Δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Ανησυχούσα μη τυχόν και κάτι πάει πάλι στραβά. Εμεινα έξω με την Κόρτνεϊ, που θα κινηματογραφούσε την καθέλκυση, και τη Φάτουα, τη σύζυγο του Κεν, που ήταν έγκυος και δεν έπρεπε να κινδυνεύσει.
Το σκάφος άρχισε να κυλάει πάνω στην ξύλινη σκαλωσιά και με μια τελική κίνηση, κάτω από τις δυνατές φωνές των τεχνητών, έπεσε στη θάλασσα. Ο κυρ-Κώστας περίμενε με τη βάρκα του λίγο ανοιχτά, για να βοηθήσει αν χρειαστεί. Για δυο λεπτά η αγωνία έφτασε στο ζενίθ: θα πάρει μπροστά η μηχανή; Ξαφνικά, άκουσα τον ήχο της μηχανής. Ο Νίκος κούνησε το χέρι του από τη γέφυρα. Ολα ήταν εντάξει. Το καΐκι γύρισε σιγά-σιγά και τράβηξε περήφανο για το λιμάνι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο ευτυχισμένοι και πήγαμε να τους περιμένουμε.
Οι επόμενες τρεις μέρες πέρασαν μέσα σε μεγάλη ένταση. Ο μηχανικός έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες. Ο ηλεκτρολόγος είχε αφήσει πολλή δουλειά και έπρεπε να την κάνουμε εμείς. Φόρεσα φόρμα και άρχισα να δουλεύω σαν βοηθός του Μάρκου. Χρειάστηκε να φέρουμε και τον Λευτέρη, ένα σύντροφο ηλεκτρολόγο, που δούλεψε μέχρι πολύ αργά τη νύχτα. Εγιναν και οι τελευταίοι τεχνικοί έλεγχοι από τον Νηογνώμονα και αποφασίσαμε πως στις 8 Αυγούστου θα φεύγαμε ανυπερθέτως. Στις 7 Αυγούστου έφτασαν και ενώθηκαν με την αποστολή ο Τάκης Πολίτης, πανεπιστημιακός, και ο Γιάννης Καρυπίδης, σκηνοθέτης. Ημασταν πανέτοιμοι. Ο Μάρκος μας συγκέντρωσε όλους και μας μίλησε αναλυτικά για το τι σημαίνει ομαδική ζωή σ’ ένα σκάφος. Απλοί κανόνες που ξεκινούν από το τι τρώμε και το πως βαδίζουμε στο κατάστρωμα και φτάνουν μέχρι το πως αντιδρούμε σε περίπτωση κινδύνου.
Τα γεγονότα εδώ σταματούν στις 7 Αυγούστου, παραμονή της αναχώρησής μας για το μακρύ ταξίδι για τη Γάζα. Η συνέχεια υπάρχει στο ημερολόγιο που κρατούσα και δημοσίευα καθημερινά, το οποίο φιλοξενείται εδώ.